- τελώνης
- ο, ΝΜΑ1. (στην ΚΔ) άνθρωπος αμαρτωλός, άδικος και εκβιαστής («οὐχὶ καὶ οἱ τελῶναι τὸ αυτὸ ποιοῡσι;», ΚΔ)2. φρ. «η Κυριακή τού Τελώνη και τού Φαρισαίου»εκκλ. η πρώτη Κυριακή τού Τριωδίου, κατά την οποία αναγιγνώσκεται στους ναούς η ευαγγελική περικοπή που αναφέρεται στην παραβολή τού Χριστού περί τού Τελώνη και τού Φαρισαίουνεοελλ.προϊστάμενος τελωνείουαρχ.1. ο ενοικιαστής τών δημόσιων φόρων, που αγόραζε από το δημόσιο τους φόρους και τούς εισέπραττε μετά από τους οφειλέτες (α. «παῑε... καὶ τελώνην καὶ φάραγγα καὶ χάρυβδιν ἁρπαγής», Αριστοφ.β. «μαρτυρίαν τελώνου τοῡ παρὰ Τιμάρχου τοῡτο ἐκλέξαντος τὸ τέλος», Αισχίν.)2. ονειδιστική επίκληση τών κατοίκων τού Ωρωπού («πάντες τελῶναι, πάντες εἰσὶν ἄρπαγες», Ξένων).[ΕΤΥΜΟΛ. < τέλος* «φόρος» + -ώνης (< ὠνοῡμαι «αγοράζω»), πρβλ. θεατρ-ώνης].
Dictionary of Greek. 2013.